«Ψηφίζουν νόμους που δεν είναι εφαρμόσιμοι οι πολιτικοί»

ΕΝΤΟΝΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΩΣΗ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ

Έντονη κριτική ασκεί η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος για τους νόμους που ψηφίζουν όλες οι κυβερνήσεις τις τελευταίες δεκαετίες για την επιτάχυνση απονομής της Δικαιοσύνης, καθώς «ο εξορθολογισμός και η επιτάχυνση της Ποινικής Δικαιοσύνης δεν θα επιτευχθεί, αν προηγουμένως δεν αναλυθούν σε βάθος τα αίτια και δεν ληφθούν μέτρα, τόσο με βραχυπρόθεσμο χαρακτήρα όσο και με μακροπόθεσμο και κυρίως να μην αναλώνονται μόνο σε επί μέρους νομοθετικές ρυθμίσεις».
    Συγκεκριμένα, η Ένωση διατυπώνει τις παρατηρήσεις της – και τις οποίες απέστειλε στον υπουργό Δικαιοσύνης, Μιλτιάδη Παπαιωάννου – για το νομοσχέδιο που προβλέπει δίκες «εξπρές» για υποθέσεις διαφθοράς υπουργών κλπ. οι οποίες δεν υπάγονται στο νόμο περί ευθύνης υπουργών.
    Να υπενθυμιστεί ότι σύμφωνα με το επίμαχο νομοσχέδιο οι υπουργοί, οι υφυπουργοί, οι γενικοί και οι ειδικοί γραμματείς, οι διοικητές δημόσιων οργανισμών, κλπ. θα δικάζονται με διαδικασίες εξπρές για αδικήματα διαφθοράς (κακουργήματα και πλημμελήματα) τα οποία διαπράττουν επωφελούμενοι της ιδιότητάς του (ξέπλυμα βρώμικου χρήματος κλπ.) και τα οποία (αδικήματα) δεν υπάγονται στο νόμο περί ευθύνης υπουργών.
    Σύμφωνα με τους εισαγγελείς «οι πράξεις που τελούνται από υπουργό κατά τη διάρκεια της θητείας του, χωρίς όμως να επωφεληθεί αυτός της ιδιότητάς του, υπάγονται στις κοινές διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Επίσης, η πράξη της δωροληψίας που τελέστηκε από υπουργό κατά της διάρκεια της θητείας του και ανάγεται στα καθήκοντά του, έστω κι αν το έγκλημα αυτό δεν τελέστηκε κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας, είναι λίαν αμφίβολο αν υπάγεται στις διατάξεις του επίμαχου νομοσχεδίου ή αν εφαρμόζονται το άρθρο 86 του Συντάγματος και ο νόμος περί ευθύνης υπουργών».,
    Παράλληλα, η ΕΕΕ εκφράζει και τα εξής ερωτήματα:
•    Έστω ότι ένας υπουργός δωροδοκείται για να πείσει άλλον υπουργό να τελέσει αξιόποινη πράξη κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, τι θα γίνει εν προκειμένω; Η δικογραφία θα χωριστεί;
•    Κι αν ναι πως θα εκδικασθεί η ηθική αυτουργία με τις διατάξεις του επίμαχου νομοσχεδίου, ενώ η κυρία πράξη (π.χ. απιστία) με αυτές του νόμου περί ευθύνης υπουργών;
    Για τη ρύθμιση του άρθρου 2 του νομοσχεδίου, που προβλέπει ότι «η ποινική δίωξη για τα κακουργήματα ασκείται με την παραγγελία κυρίας ανάκρισης και δυνητικά μόνο μπορεί να παραγγελθεί προκαταρκτική εξέταση», οι εισαγγελείς τονίζουν ότι θα επιφέρει ρωγμές στο δικονομικό σύστημα της χώρας και συγκεκριμένα στο θεσμό της προκαταρκτικής εξέτασης.
    Παράλληλα, ως ασφυκτικές χαρακτηρίζει η Ένωση τις προθεσμίες που τίθενται στο νομοσχέδιο για την περαίωση της ανάκρισης και «δίνουν την εντύπωση, ότι υποθέσεις τέτοιας υφής και σπουδαιότητας είναι δυνατόν να περαιωθούν εντός τριάντα ημερών. Αναμφίβολα η προδικασία πρέπει να είναι ταχεία, ωστόσο οι προθεσμίες που πρέπει να τίθενται για την περαίωσή τους απαιτείται να είναι εύλογες και να δίνεται η δυνατότητα παράτασης αυτών με πράξη ανώτερου δικαστικού οργάνου».
    Για την απαγόρευση αναβολών που προβλέπεται, αναφέρουν ότι εκτός του ότι καθίσταται γράμμα κενό, εκθέτει την όλη διαδικασία, απονομής της Ποινικής Δικαιοσύνης σε άδικες κριτικές, τονίζοντας ότι «Η αναβολή της δίκης σαφώς πρέπει να δίνεται με φειδώ και αυτό είναι ευθύνη όλων των φορέων της ποινικής διαδικασίας (δικαστικοί λειτουργοί, δικηγόροι), αλλά οι λόγοι που πολλές φορές την επιβάλλουν σχετίζεται με κατάδηλες αντικειμενικές δυσχέρειες».
    Ωστόσο, η Ένωση Εισαγγελέων χαρακτηρίζει ορθές τις ρυθμίσεις που προβλέπουν:
•    Την υπαγωγή στις διαδικασίες «εξπρές» των πράξεων του πολιτικού προσώπου που αφορούν την ηθική αυτουργία σε παράβαση καθήκοντος ή της ψευδούς βεβαίωσης.
•    Υποστήριξη του έργου των δικαστικών λειτουργών με επιστημονική και υπαλληλικό προσωπικό, 2) περάτωση της κυρίας ανάκρισης με βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, 3) αποκλειστική απασχόληση των δικαστών που απασχολούνται με τις υποθέσεις των πολιτικών προσώπων, 4) τα κακουργήματα των λοιπών προσώπων που δεν είναι υπουργοί πρέπει να εκδικάζονται ταχύτερα.
    Και καταλήγουν, οι Εισαγγελείς ότι «Η αποκλειστική απασχόληση των δικαστικών λειτουργών που ασχολούνται με υποθέσεις πολιτικών προσώπων είναι σαφέστατα ορθή, αρκεί να γίνει κατανοητό, ότι οι αναλογίες διορισμού που ισχύουν στον δημόσιο τομέα (1/5) είναι αδύνατο να εφαρμοσθούν στο δικαστικό σώμα». Οι προθεσμίες που τάσσονται στα άρθρα 2 και 3 για την τυπική και ουσιαστική περαίωση της ανάκρισης είναι ασφυκτικές και δίνουν την εντύπωση ότι υποθέσεις τέτοιας υφής και σπουδαιότητας είναι δυνατόν να περαιωθούν εντός τριάντα ημερών.
    Αναμφίβολα η προδικασία πρέπει να είναι ταχεία, ωστόσο οι προθεσμίες που πρέπει να τίθενται για την περαίωσή τους απαιτείται να είναι εύλογες και να δίνεται η δυνατότητα παράτασης αυτών με πράξη ανώτερου δικαστικού οργάνου».