Ο bon viveur που δεν άντεξε να ζει με τα χρέη

«Πίστευα ότι θα τα καταφέρω, αλλά δεν τα κατάφερα», έγραψε στο τελευταίο του σημείωμα, πριν βουτήξει στο κενό, ένας από τους πιο γνωστούς
κι επιτυχημένους εστιάτορες της Θεσσαλονίκης

ΑΛΛΟ ΕΝΑ ΘΥΜΑ της οικονομικής κρίσης ήρθε να προστεθεί στη λίστα εκείνων που αποφάσισαν να βγουν από το αδιέξοδο δίνοντας τέλος στη ζωή τους. Ο 45χρονος επιχειρηματίας από τη Θεσσαλονίκη Λεωνίδας Μαργιόλης έκανε βουτιά θανάτου από τον 5ο όροφο της πολυκατοικίας που διέμενε, σε μια απέλπιδα κίνηση να απαλλαγεί από τις πιέσεις που δεχόταν από κύκλωμα αδίστακτων τοκογλύφων. «Πίστευα ότι θα τα καταφέρω, αλλά δεν τα κατάφερα», έγραφε στο σημείωμα που άφησε πίσω του.    Μεσημέρι Τετάρτης 29 Ιουνίου. Η συμπρωτεύουσα συγκλονίζεται από το άκουσμα μιας απρόσμενης είδησης που προκαλεί ανατριχίλα και σοκάρει: ο 45χρονος επιχειρηματίας Λεωνίδας Μαργιόλης, ένα πολύ γνωστό πρόσωπο στους κοσμικούς κύκλους της πόλης, πέφτει στο κενό από το μπαλκόνι του διαμερίσματός του, στον 5ο όροφο μιας πολυκατοικίας στο κέντρο της πόλης. Είχε μετακομίσει εκεί τους τελευταίους μήνες από την περιοχή Πανόραμα όπου διέμενε μαζί με τη γυναίκα του Κωνσταντίνα Μαργιόλη και τα δυο παιδιά τους, ηλικίας δέκα και τριών χρόνων αντίστοιχα. Το οικονομικό αδιέξοδο στο οποίο είχε περιέλθει τα τελευταία χρόνια ήταν εκείνο που τον οδήγησε σε αυτή την ύστατη κίνηση απελπισίας, δίνοντας με τραγικό τρόπο τέλος στη ζωή του. Μια ενέργεια που συνοδεύτηκε από ένα ιδιόχειρο σημείωμα. «Πίστευα ότι θα τα καταφέρω, αλλά δεν τα κατάφερα», ανέφερε χαρακτηριστικά σε μια κόλλα χαρτί, χωρίς ωστόσο να δίνει περισσότερες λεπτομέρειες που ενδεχομένως να έριχναν περισσότερο φως στα αίτια της αυτοκτονίας του, οδηγώντας στην άκρη του νήματος. Στο κοινό μυστικό δηλαδή που γνωρίζει όλη η Θεσσαλονίκη και κανείς όμως δεν τολμά να ξεστομίσει: ότι ο ηθικός αυτουργός που τον ώθησε στην αυτοκτονία είναι ένα αδίστακτο κύκλωμα τοκογλύφων, που δρά στην πόλη εδώ και πολλά χρόνια. Προς αυτή την κατεύθυνση, σύμφωνα με πληροφορίες, κινούνται και οι αστυνομικές αρχές. Πάνω από 1,5 εκατ. ευρώ φημολογείται ότι ήταν το ποσό με το οποίο είχε χρεωθεί ο Μαργιόλης. Ένα ποσό που όπως φάνηκε έπνιξε τον επιχειρηματία, ο οποίος αδυνατούσε να βρει τρόπους για να το τακτοποιήσει. Οι τόκοι έτρεχαν, οι πιέσεις αυξάνονταν και η ψυχολογία του κατέρρεε. Το μοιραίο εκείνο μεσημέρι φαίνεται πως η υπομονή του είχε εξαντληθεί. Βυθισμένος στην απελπισία, η μόνη επιλογή που έβλεπε ως διέξοδο από τις ασφυκτικές πιέσεις που ενδεχομένως δεχόταν ήταν να δώσει τέλος στη ζωή του. «Είναι πολύ δύσκολο για εμάς. Έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου. Τα παιδιά μας έχουν στερηθεί τον πατέρα τους», λέει η κυρία Μαργιόλη, χήρα του Θεσσαλονικιού επιχειρηματία.
    «Το τελευταίο διάστημα περνούσε δύσκολα. Τα χρέη στις τράπεζες τον έπνιγαν. Ήθελε πάντα να είναι εντάξει στις υποχρεώσεις του. Πλήρωνε το προσωπικό, τους προμηθευτές, την Εφορία, όλε τις συνήθεις οικονομικές απαιτήσεις που έχουν οι επιχειρήσεις, αλλά τα χρήματα δεν έφθαναν για τον ίδιο. Μέχρι που τελικά οδηγήθηκε στο απονενοημένο διάβημα», προσθέτει η στενή φίλη του εκλιπόντα κυρία Κούλα Πασχάλη.

Η τελευταία δημόσια εμφάνιση

    Βράδυ 9ης Μαϊου 2011. Το εστιατόριο «Κρεοπωλείο» στο κέντρο της Θεσσαλονίκης ετοιμάζεται να υποδεχτεί τους εκλεκτούς καλεσμένους του στο πλαίσιο της γιορτής γεύσης που διοργανώνει με σκοπό την καλύτερη προώθηση της επιχείρησης. Προσκεκλημένοι της εκδήλωσης, εξέχουσες προσωπικότητες από τον χώρο της Τέχνης και του πολιτισμού, πολιτικοί, τοπικές και προξενικές αρχές, επιχειρηματίες και δημοσιογράφοι. Οικοδεσπότης ο Λεωνίδας Μαργιόλης, ιδιοκτήτης του εν λόγω εστιατορίου «7 Θάλασσες». Ντυμένος στην πένα, όπως πάντα συνήθιζε ο επιχειρηματίας, λανσάροντας τις τελευταίες τάσεις της μόδας: σακάκι τύπου μπλέιζερ συνδυασμένο με φουλάρι, τζιν φθαρμένο και ένα ζευγάρι παπούτσια γνωστού ιταλικού οίκου. Όσοι τον γνωρίζουν περισσότερο παρατηρούν εκείνο το βράδυ ότι ο Λεωνίδας Μαργιόλης δεν είχε όρεξη για πολλές κουβέντες και κοινωνικότητες. Σχεδόν με το ζόρι δέχεται να φωτογραφηθεί ανάμεσα στον πρώην νομάρχη κ. Παναγιώτη Ψωμιάδη και στον βουλευτή της Ν.Δ. κ. Απόστολο Τζιτζικώστα. «Τι συμβαίνει, είσαι καλά», τον ρωτάει ένας φίλος του που ήξερε για τον προσωπικό Γολγοθά του επιχειρηματία. «Σήμερα δεν έχω όρεξη για πολλά. Θέλω να περάσει γρήγορα αυτή η βραδιά», απαντάει εκείνος. Ήταν η τελευταία δημόσια εμφάνισή του.
    Η επιχειρηματική του δράση με μαγαζιά εστίασης ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Νεαρός τότε, είχε ασχοληθεί ήδη με τα δερμάτινα είδη. Το 1993 κάνει τη στροφή και στήνει το πρώτο μπαρ-εστιατόριο στη Θεσσαλονίκη, το «Συρακούσες» επί της Εθνικής Αντιστάσεως.
    Η ιδέα του βρήκε απήχηση. Συνέχισε να συνεταιρίζεται με στενούς του συνεργάτες και να υλοποιεί τις ιδέες του ανοίγοντας νυχτερινά μαγαζιά, με φαγητό, ποτό και καφέ. Το πρώτο του μαγαζί αποκλειστικά με φαγητό έγινε στην παραλία της πόλης, στις αρχές του 2000. Λάνσαρε νέο στυλ, με ψηλούς πάγκους και σκαμπό στον εξωτερικό χώρο του μαγαζιού. Ο νέος αυτός τρόπος εστίασης γρήγορα έγινε μόδα και οι πελάτες έπρεπε να κάνουν κράτηση μέρες πριν για να εξασφαλίσουν τραπέζι. Το πιο σημαντικό δημιούργημά του, οι «7 Θάλασσες» επί της οδού Καλαποθάκη, με τις υψηλές θαλασσινές γαστριμαργικές γεύσεις αποτελεί μέχρι και σήμερα σημείο αναφοράς για τους λάτρεις της ψαροφαγίας. Από αυτό το μαγαζί ξεκίνησε ο επιχειρηματίας να χτίζει την αυτοκρατορία του, η οποία άρχισε να δέχεται ισχυρά χτυπήματα πριν από δυο περίπου χρόνια, όταν και αναγκάστηκε να κλείσει το ομώνυμο εστιατόριο που είχε ανοίξει στο νησί της Μυκόνου σε χώρο του ξενοδοχείου «Semeli».
    Σχεδόν ταυτόχρονα είχε ακολουθήσει και η επιχειρηματική προσπάθειά του να μεταφέρει τις «7 Θάλασσες» στο κέντρο της Αθήνας. Πιο συγκεκριμένα, επί της οδού Ομήρου στο Κολωνάκι. Το σημείο ωστόσο δεν αποδείχθηκε γουρλίδικο. Μεσολάβησαν τα άγρια επεισόδια για τον θάνατο του 16χρονου Αλέξη και ο κόσμος σταμάτησε να κατεβαίνει στο κέντρο. Μη μπορώντας να αντέξει τα ολοένα αυξανόμενα χρέη, ο Λεωνίδας Μαργιόλης πούλησε πριν από περίπου 6 μήνες την επιχείρηση σε άλλον επιχειρηματία, ο οποίος μέχρι και σήμερα συνεχίζει να τη λειτουργεί με την ίδια επωνυμία.